ΕΝΥΠΝΙΟ Λένε πως αν σταθείς το καλοκαίρι νύχτα στο λιμάνι του Ηρακλείου από την έξω τη μεριά και είσαι τυχερός κι αλαφροϊσκιωτος, μπορεί να δεις να καταπλέει αργά, δίχως κυματισμό και θόρυβο η Σμύρνη, ολόφωτη, ακέρια, με τα καμπαναριά, τους μαχαλάδες, τους μπαξέδες και τ` αρχοντικά της. Δρόμοι, πλατείες και μαγαζιά ορθάνοιχτα, θέατρα, ταβέρνες, προκυμαίες, κι όμως δε βλέπεις άνθρωπο, τέτοια ερημιά… Μια μοσχοβολιά από γαρύφαλλο, μαχλέπι και μαστίχα γεμίζει τον αέρα ανάκατη με τη θαλασσινή αρμύρα, κι αργά-αργά σηκώνεται ένας αμανές μαστορικός, ένα τραγούδι που όμοιό του, λεν, κανείς δεν έχει ξανακούσει. Σαν προσευχή μοιάζει, σαν κάλεσμα ερωτικό, σαν θρήνος, λόγια δεν ξεδιακρίνονται μα είναι τέτοιος ο καημός, τέτοια η γλύκα της φωνής κι η τέχνη του τραγουδιστή, που φουσκώνει το στήθος και σ` ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια. Ύστερα φτάνουν μουσικές και γέλια και τραγούδια, αχνά στην αρχή, σαν νά `ρχονται βαθειά απ` τις μέσα κάμαρες, κι όλο δυναμώνουν, κι αντηχεί η π...